- ἀπισχυρισθείς
- ἀπισχυρίζομαιoppose firmlyaor part mp masc nom/voc sgἀπισχῡρισθείς , ἀπισχυρίζομαιoppose firmlyaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.